- ἀείμνηστοι
- ἀείμνηστοςhad in everlasting remembrancemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀείμνηστοι — Ἀείμνηστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείμνηστος — η, ο άξιος παντοτινής μνήμης, αξέχαστος: Αείμνηστοι μένουν οι πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)